- ἐξορμᾶται
- ἐξορμάωsend forthpres subj mp 3rd sgἐξορμάωsend forthpres ind mp 3rd sgἐξορμάωsend forthpres subj mp 3rd sgἐξορμάωsend forthpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηνιγγίωμα — το [μήνιγξ] ιατρ. καλοήθης όγκος που εξορμάται από την αραχνοειδή μήνιγγα, έχει σαφή όρια και προσφύεται πάντοτε στη σκληρή μήνιγγα … Dictionary of Greek